• ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ
    ΣΤΟ 45° ΕΤΗΣΙΟ ΕΘΝΙΚΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΡΙΒΑ ΔΙΓΕΝΗ
    ΛΕΜΕΣΟΣ, 27 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2019
    Με την βοήθεια του Θεού, με πίστιν εις τον τίμιον αγώνα μας, με την συμπαράστασιν
    ολόκληρου του Ελληνισμού και με την βοήθειαν των Κυπρίων αναλαμβάνομεν τον αγώνα
    δια την αποτίναξηn του Αγγλικού Ζυγού με σύνθημα εκείνο το οποίον μας κατέλιπαν οι
    πρόγονοί μας ως Ιεράν παρακαταθήκην: “Ή ταν ή επί τας”.
    Αγαπητοί συμπατριώτισσες και συμπατριώτες
    Με το σύντομο αυτό απόσπασμα από την πρώτη επαναστατική προκήρυξη της ΕΟΚΑ, θα
    ήθελα να αρχίσω την σύντομη αυτή ομιλία μου στο 45ο
    ετήσιο εθνικό μνημόσυνο του Αρχηγού του Απελευθερωτικού Αγώνα 1955-1959 Στρατηγού Γεώργιου Γρίβα Διγενή.
    Είμαστε σήμερα εδώ παρόντες για να αποτίσουμε φόρο τιμής, με σεβασμό και ευλάβεια,
    σε μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της σύγχρονης Ιστορίας του Ελληνισμού.
    Φιλόπατρης, οραματιστής, γενναιόψυχος, σεμνός, φιλάνθρωπος, με σπάνια ηγετικά
    χαρίσματα και βαθύτατη πίστη στον Θεό, ο Γεώργιος Γρίβας Διγενής ανάλωσε την ζωή του
    ολόκληρη στην υπηρεσία του Έθνους, δίδοντας το παρόν του στους σημαντικότερους
    αγώνες του Ελληνισμού, καθ’όλη την διάρκεια του Εικοστού Αιώνα.
    Ο Γεώργιος Θεοδώρου Γρίβας γεννιέται στις 6 Ιουνίου του 1897, στην περιοχή της
    Χρυσαλινιώτισσας, στην καρδιά της παλιάς Λευκωσίας, και συγκεκριμένα στο γνωστό ως
    αρχοντικό της οδού Αξιοθέας, που σήμερα στεγάζει το Πολιτιστικό Κέντρο του
    Πανεπιστημίου Κύπρου. Πατέρας του ο Θεόδωρος Ιωάννη Γρίβας από το Τρίκωμο,
    έμπορος το επάγγελμα, και μητέρα του η Καλομοίρα Χατζημιχαήλ από την Λευκωσία.
    Μεγαλώνει στο κατεχόμενο σήμερα Τρίκωμο όπου μαθαίνει τα πρώτα γράμματα και,
    ακολούθως, το 1909 μετοικεί στην Λευκωσία όπου εγγράφεται στο Παγκύπριο Γυμνάσιο.
    Εκεί γαλουχείται με τα μεγάλα ιδεώδη της φυλής μας, χάρη στην τότε στελέχωση του
    ανώτερου αυτού εκπαιδευτικού ιδρύματος από σπουδαίους Κυπρίους και Ελλαδίτες
    καθηγητές, και εκδηλώνει γρήγορα μια ξεκάθαρη κλήση προς τις στρατιωτικές σπουδές.
    Το όνειρο του μικρού Γεώργιου υλοποιείται το 1916 όταν μεταβαίνει στην Αθήνα και δίνει
    εξετάσεις για την εισαγωγή του στην Σχολή Ευελπίδων, την σχολή των ολίγων και
    εκλεκτών. Πετυχαίνει και, μετά από άριστες σπουδές, αποφοιτά το 1919 ανάμεσα στους
    πρώτους της σχολής με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού.
    Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, ο Γεώργιος Γρίβας κατατάσσεται στο 30ο Σύνταγμα
    Πεζικού με έδρα την Μακεδονία, το οποίο μετά από λίγο καιρό μεταφέρεται στην Μεραρχία
    Σμύρνης για να συμμετάσχει στην Μικρασιατική Εκστρατεία. Από το 1919 μέχρι το 1922, ο
    νέος αυτός αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού παίρνει το βάπτισμα του πυρός και
  • πολεμά γενναία σε διάφορες μάχες εναντίον των στρατευμάτων του Κεμάλ Ατατούρκ,
    όπως εκείνη του Εσκί Σεχήρ όπου και τραυματίζεται. Για την ανδρεία που επέδειξε κατά
    την παραμονή του στην Μικρά Ασία θα τιμηθεί με το Χρυσούν Αριστείο Ανδρείας και τον
    Μεγαλόσταυρο του Γεωργίου Α’.
    Στην τότε διένεξη μεταξύ Βασιλέως Κωνσταντίνου και Ελευθερίου Βενιζέλου, τάσσεται
    χωρίς αμφιταλαντεύσεις υπέρ του δευτέρου. Όπως ο ίδιος μαρτυρεί στα
    απομνημονεύματά του: “Προσωπικώς ουδέποτε εταλαντεύθην ως προς την εκλογήν κατά
    την τοποθέτησίν μου μεταξύ των δύο στρατοπέδων. Και όταν ακόμη, κατά τον πρώτον
    παγκόσμιον πόλεμον, η Ελλάς εδιχάσθη και αι συνειδήσεις εταλαντεύοντο ως προς την
    εκτίμησιν των ηθικών ελατηρίων και των ιδεολογικών επιδιώξεων των αντιπάλων
    παρατάξεων, εγώ ετάχθην ανεπιφυλάκτως υπέρ των Συμμάχων, επειδή πραγματικώς
    ενόμιζα, ότι εκείνοι ηγωνίζοντο υπέρ της ελευθερίας”.
    Με την ήττα του Ελληνικού Στρατού και τον επακόλουθο ξεριζωμό του Μικρασιατικού
    Ελληνισμού, ο Γεώργιος Γρίβας επιστρέφει στην Αθήνα, με βαθειά αποτυπωμένες στην
    μνήμη του τις σκηνές της εθνικής αυτής συμφοράς, και συνεχίζει την λαμπρή του
    στρατιωτική σταδιοδρομία με συνεχείς προβιβασμούς και περιόδους μετεκπαίδευσης σε
    σχολές του εξωτερικού, όπως εκείνη της Γαλλικής Ακαδημίας Πολέμου.
    Το ξέσπασμα του Ελληνο-ιταλικού πολέμου το 1940 βρίσκει τον Γεώργιο Γρίβα στο 3
    ο
    Επιτελικό Γραφείο Επιχειρήσεων του Γενικού Στρατηγείου, όπου χαίρει της πλήρους
    εμπιστοσύνης του Αρχιστράτηγου Αλέξανδρου Παπάγου, του τότε επικεφαλής του
    Ελληνικού Στρατού. Διακαής πόθος του είναι, όμως, να μετατεθεί στο μέτωπο, κάτι που
    επιτυγχάνει με τον διορισμό του ως επιτελάρχη της ΙΙ Μεραρχίας, με τον βαθμό του
    αντισυνταγματάρχη. Αληθινή ψυχή της Μεραρχίας, ο Γεώργιος Γρίβας θα βρεθεί στα
    βουνά της Βορείου Ηπείρου όπου συμμετέχει επιτυχώς στην ελληνική αντίσταση και
    επέλαση εναντίον των στρατευμάτων του Μουσολίνι.
    Η εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941, η
    συνθηκολόγηση και η κατοχή της χώρας ωθούν τον Γεώργιο Γρίβα, ο οποίος είναι
    εγκατεστημένος πλέον στην Αθήνα, να προσχωρήσει στις τάξεις της Αντίστασης.
    Δημιουργεί έτσι την Εθνική Οργάνωση “Χ”, αποτελούμενη αποκλειστικά από
    στρατιωτικούς, της οποίας ηγείται και που μάχεται με σθένος για την αποτίναξη της
    Κατοχής. Πνευματικός αρχηγός της “Χ” θα είναι ο καταγόμενος από την Τραπεζούντα τότε
    Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος.
    Η συμβολή του Γεώργιου Γρίβα συνεχίζεται και στα Δεκεμβριανά το 1944, όπου ο ίδιος και
    οι συναγωνιστές του αντιστέκονται με επιτυχία στο Θησείο στην προσπάθεια
    ολοκληρωτικής κατάληψης της Αθήνας από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Η νίκη αυτή θα είναι
    καθοριστικής σημασίας στην αποτροπή υλοποίησης του σχεδίου “σοβιετοποίησης” της
    Ελλάδας, γεγονός που δεν συγχωρέθηκε ποτέ στον Γεώργιο Γρίβα από την Ελληνική
    Αριστερά.
    Η εθνική δράση του Γεώργιου Γρίβα θα συνεχιστεί και μετά την αποστράτευσή του. Σειρά
    αυτή την φορά θα έχει η ιδιαίτερη του πατρίδα, η Κύπρος, η οποία βροντοφωνάζει εδώ και
    δεκαετίες, διεκδικόντας με ειρηνικά μέσα την Ένωση με την Μητέρα Πατρίδα. Μυημένο
    στον νέο αγώνα, το τέκνο του Τρικώμου πραγματοποιεί αναγνωριστικές επισκέψεις στην
    Μεγαλόνησο το 1951 και 1952 για να μελετήσει την μορφολογία του εδάφους και να
    εξοικειωθεί με το περιβάλλον.
  • Αρχίζει έτσι η προετοιμασία ένοπλου εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα με την μυστική
    κάθοδο του Γεώργιου Γρίβα στη Κύπρο να λαμβάνει χώρα τον Νοέμβριο του 1954,
    συνοδεία λιγοστών συναγωνιστών. Μέριμνα του απόστρατου Έλληνα Αξιωματικού είναι η
    στρατολόγηση, η εκπαίδευση, ο εξοπλισμός και η δημιουργία των πρώτων πυρήνων της
    ένοπλης οργάνωσης που, μετά από λίγους μήνες, θα μπεί σε ενεργό δράση.
    Την 1
    η
    Απριλίου του1955 ηΚύπροςολόκληρη ταρακουνείταιαπό τιςπρώτεςβομβιστικές
    επιθέσεις μίας άγνωστης μέχρι τότε οργάνωσης, υπό την επωνυμία ΕΟΚΑ (Εθνική
    Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών), της οποίας στρατιωτικός αρχηγός θα είναι ο Γεώργιος
    Γρίβας, με το μυθικό ψευδώνυμο “Διγενής”. Χάρη στην στρατιωτική του ιδιοφυία και τις
    ηγετικές του ικανότητες καταφέρνει, σε σύντομο χρονικό διάστημα, να εμψυχώσει και να
    ξεσηκώσει ένα φιλήσυχο και απειροπόλεμο λαό και να τον μετατρέψει σε μια
    πειθαρχήμενη, αποφασισμένη και αποτελεσματική στρατιά επαναστατών.
    Κατά την διάρκεια των τεσσάρων χρόνων ένοπλου αγώνα, θα γραφτούν μερικές από τις
    ενδοξότερες σελίδες της νεοτέρας Ελληνικής Ιστορίας, προιόν της αποφασιστικότητας, του
    ηρωισμού και της αυτοθυσίας των μελών της ΕΟΚΑ, όπως και της παλλαικής στήριξης του
    Κυπριακού Ελληνισμού στον ιερό αγώνα. Όλα αυτά κατορθώνονται χάρη στην στρατιωτική
    καθοδήγηση του αρχηγού Διγενή ο οποίος, τόσο κατά την διάρκεια της σκληρής
    παραμονής του στα βουνά του Τροόδους όσο και, μετέπειτα, από αυτό εδώ τον ιερό
    χώρο, οργανώνει, διατάζει και εμψυχώνει τους συναγωνιστές του.
    Η λήξη του Αγώνα με τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου δίνει μεν ένα τέλος στην απεχθή
    αποικιοκρατική περίοδο, δεν φέρνει όμως την πολυπόθητη Ένωση για την οποία τα νιάτα
    της Κύπρου είχαν χύσει αίμα και δάκρυα. Βαθειά απογοητευμένος με το περιεχόμενο των
    συμφωνιών, ο Διγενής αναγκάζεται να τις αποδεχθεί και, για να αποφύγει τον εθνικό
    διχασμό, να εγκαταλείψει την ιδιαίτερη πατρίδα του τον Μάρτιο του 1959, επιστρέφοντας
    στην Αθήνα. Εκεί τυγχάνει αποθεωτικής υποδοχής από τον Ελληνικό λαό, αντάξιας ενός
    μεγάλου εθνικού ήρωα, με την Ελληνική Βουλή να τον κηρύττει ομόφωνα Άξιον Τέκνον της
    Πατρίδος, ενώ τιμάται από διάφορους φορείς, μεταξύ άλλων την Ακαδημία Αθηνών και τον
    Δήμο Αθηναίων.
    Πολύ γρήγορα, όμως, οι τρομερές ανησυχίες και επιφυλάξεις του Διγενή όσον αφορά την
    κατάληξη του Εθνικο-απελευθερωτικού Αγώνα θα επαληθευτούν. Τα πρώτα χρόνια της
    νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας θα χαρακτηριστούν όντως από μεγάλες δυσκολίες
    διακυβέρνησης και δυσπιστία μεταξύ των δύο Κοινοτήτων, ενώ η Τουρκία συνεχίζει να
    εξοπλίζει μυστικά τους Τουρκοκυπρίους.
    Η πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος με τα γνωστά 13 σημεία γίνεται η αφορμή για
    την απόσυρση των Τουρκοκυπρίων από την κρατική μηχανή και την αρχή της εφαρμογής
    σχεδίου φυλετικού διαχωρισμού. Τα αιματηρά γεγονότα του Δεκέμβρη του 1963 είναι η
    απαρχή των διακοινοτικών ταραχών, με την Κύπρο να κινδυνεύει άμεσα από μια εισβολή
    των Τούρκων και διχοτόμηση του νησιού.
    Μπροστά στην απειλή αυτή, ο Διγενής πείθει τον νεο-εκλεγέντα τότε πρωθυπουργό της
    Ελλάδας Γεώργιο Παπανδρέου για την ανάγκη θωράκισης της Κύπρου. Ιδρύεται η Εθνική
    Φρουρά και αρχίζει η μυστική κάθοδος της Ελληνικής Μεραρχίας στην νήσο την άνοιξη και
    το καλοκαίρι του 1964.
    Ο ίδιος ο Διγενής καταφθάνει στην Κύπρο τον Ιούνιο της ιδίας χρονιάς, αναπτερώνοντας
    έτσι καθοριστικά το ηθικό του δοκιμαζόμενου Κυπριακού Ελληνισμού. Δημιουργείται η
  • Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Αμύνης Κύπρου, γνωστή ως ΑΣΔΑΚ, της οποίας ηγείται ο
    ίδιος ο Διγενής, και η οποία έχει ως αποστολή να οργανώσει και να φέρει εις πέρας την
    οχύρωση της νήσου. Η Κύπρος γίνεται απόρθητο φρούριο και είναι ορατή σε όλους πλέον
    η υλοποίηση της πολυπόθητης Ενώσεως.
    Η αυξανόμενη εσωτερική διαμάχη στην Μεγαλόνησο και η έλλειψη συντονισμού και
    ταύτισης απόψεων μεταξύ Ελλαδικής και Κυπριακής ηγεσίας ως προς το μέλλον του
    νησιού, δεν επιτρέπουν όμως την εφαρμογή του σχεδίου αυτού. Με το πραξικόπημα της
    21
    ης
    Απριλίου του 1967 στην Ελλάδα, η κατάσταση περιπλέκεται περαιτέρω.
    Με αφορμή τα προσχεδιασμένα γεγονότα της Κοφίνου το φθινόπωρο του ιδίου χρόνου, η
    Χούντα των Αθηνών υποκύπτει στους εκβιασμούς της Τουρκίας και ανακαλεί αμέσως τον
    Διγενή ο οποίος επιστρέφει στην Αθήνα, ενώ αποσύρεται μετά από λίγες εβδομάδες και η
    μεραρχία από την Κύπρο. Είναι η απαρχή της καταστροφής του Κυπριακού Ελληνισμού
    αφού η, μέχρι τότε, απόρθητη Μεγαλόνησος απογυμνώνεται αμυντικά και είναι πλήρως
    εκτεθειμένη στις επεκτατικές βλέψεις της Άγκυρας.
    Ο εγκλωβισμένος πλέον στην Αθήνα Διγενής βλέπει την γενέτειρά του να βαδίζει γοργά και
    σταθερά προς το χείλος της αβύσσου. Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια βιαίας
    ανατροπής της Χούντας με σκοπό την επαναφορά του δημοκρατικού πολιτεύματος στην
    Ελλάδα, το 1971 διαφεύγει από τον κατ’οίκον περιορισμό που οι Συνταγματάρχες του
    έχουν επιβάλει και επιστρέφει μυστικά στην Κύπρο, για να αποτρέψει, αποβλέποντας σε
    συνεργασία με τον Μακάριο, σχέδιο διχοτόμησης της Μεγαλονήσου.
    Δυστυχώς ο Διγενής συνειδητοποιεί γρήγορα πως μια δεκαετία και πλέον ανεξαρτησίας
    ήταν αρκετή για να διαβρώσει το εθνικό φρόνημα σημαντικής μερίδας Κυπρίων. Οι
    συνθήκες διεξαγωγής του νέου αγώνα είναι εξαιρετικά δύσκολες, με τον Μακάριο να
    αρνείται ουσιαστικά να συνεργαστεί μαζί του και την Χούντα να τον υποσκάπτει.
    Δυστυχώς το πνεύμα ενότητος και συνεργασίας δεν επικρατεί και η περίοδος της βίας-
    αντιβίας στην οποία θα παρασυρθούν οι δυο αντίπαλες παρατάξεις σπείρει διχόνοια και
    προαναγγέλλει εξαιρετικά κακούς οιωνούς για την νήσο. Ο εμφύλιος σπαραγμός δεν
    μπορεί παρά να χαροποιεί τους εχθρούς του Κυπριακού Ελληνισμού.
    Στις 27 Ιανουαρίου του 1974 ο Διγενής πεθαίνει στο κρησφύγετό του, με την πικρία ότι δεν
    κατάφερε να φέρει εις πέρας την αποστολή για την οποία είχε κατέλθει στην Μεγαλόνησο.
    Ο θάνατος του θα συγκινήσει το Πανελλήνιο, και η Κυπριακή Βουλή θα τον ανακηρύξει
    Άξιον της ιδιαιτέρας αυτού πατρίδος. Στην κηδεία του, μια απέραντη λαοθάλασσα
    κατακλύει τον χώρο αυτό για το ύστατο χαίρε στον αρχηγό τους.
    Τα επακόλουθα είναι γνώστα σε όλους μας: πραξικόπημα, Τουρκική εισβολή, κατοχή,
    εθνοκάθαρση, ντε φάκτο διχοτόμηση.
    Μπορεί κάποιοι να διαφωνούν με την τελευταία κάθοδο του Διγενή στην Κύπρο, η Ιστορία
    όμως θα το κρίνει. Εντούτοις, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τον πατριωτισμό του
    Αρχηγού της ΕΟΚΑ, την τιμιότητά του, την απέραντη αγάπη για την γενέτειρά του για την
    οποία ήταν έτοιμος να προσφέρει ακόμη και την ίδια του την ζωή, μακρυά από
    προσωπικές φιλοδοξίες.
    Θα ήθελα εδώ να ολοκληρώσω την σύντομη μου ομιλία τονίζοντας την ανάγκη
    επιτάχυνσης της διαδικασίας ανέγερσης του μνημείου αφιερωμένου στον Γεώργιο Γρίβα
    Διγενή. Το οφείλουμε στον ίδιο, στα αμούστακα παλλικάρια της ΕΟΚΑ που έπεσαν
  • μαχώμενα για μια Ιδέα, αλλά προ πάντων, στις μέλλουσες γενεές Ελλήνων της Κύπρου
    που, επισκεπτόμενοι τον ιερό τούτο χώρο, το Αρχηγείο της ΕΟΚΑ, θα μπορούν να
    εμπνέονται από τις πράξεις και κατορθώματα μαχητών της ελευθερίας όπως ήταν ο
    Διγενής.
    Μετά από πολλά χρόνια δυσκολιών και προσπάθειες ματαίωσης του σχεδίου από
    διαφόρους, χάρη στην σκληρή δουλειά και πείσμα μερικών συναγωνιστών του Αρχηγού
    Διγενή, οι προοπτικές ανέγερσης του μνημείου είναι πλέον ευοίωνες.
    Σε μια εποχή όπου η Κύπρος δίνει σκληρό αγώνα αντίστασης στον Τούρκο κατακτητή και
    με ορατό τον κίνδυνο αφελληνισμού της, η μορφή του Διγενή είναι εδώ για να μας
    καθοδηγεί και να μας εμψυχώνει. Μετά από 45 σχεδόν χρόνια κατοχής, έχουμε καθήκον
    να μεταδώσουμε στα παιδιά μας τα ιδανικά μοναδικών φυσιογνωμιών σαν αυτή του
    Διγενή, εαν θέλουμε να επιβιώσουμε ως Έλληνες σε αυτή την ημικατεχόμενη χώρα και να
    φέρουμε εις πέρας τον αγώνα για απελευθέρωση της πατρίδας μας. Γιατί η ελευθερία,
    αγαπητοί συμπατριώτες, κατακτάται μόνο με θυσίες και, προ πάντων, με πνεύμα
    ενότητας.
    Κλείνω με ένα σύντομο απόσπασμα της ομιλίας του Διγενή στο ραδιόφωνο του ΡΙΚ στις
    23 Ιουνίου του 1964, λίγες μέρες μετά την κάθοδό του στο νησί:
    “Δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν έργα μεγάλα με λαόν διηρημένον, μη ομονοούντα και
    εσωτερικώς σπαραζόμενον. Ηνωμένους η νίκη θα μας αγκαλιάσει και θα μας συνοδεύει
    παντού. Εαν επετεύχθη το θαύμα του 1955-1959, είναι διότι ο λαός ηνωμένος,
    πειθαρχημένος και ως εις άνθρωπος ηγωνίσθη με πείσμα”.
    Ευχαριστώ.